- συναπέλιπε
- σύν-ἀπολείπωleave overaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπολείπω — Α 1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω συγχρόνως («συναπέλιπε δ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους», Διόδ.) 2. (αμτβ.) εξαφανίζομαι, εκλείπω μαζί με άλλον … Dictionary of Greek